- αλιβάνιστος
- αλιβάνιστος, -η, -ο και αλιβάνωτος, -η, -ο1. αυτός που δε λιβανίστηκε, δε θυμιατίστηκε με λιβάνι: Ξέχασα χθες τις εικόνες αλιβάνιστες.2. αυτός που αποφεύγει την εκκλησία: Αλιβάνιστος ο ίδιος, ζητούσε να πείσει κι εμένα να πάμε για κυνήγι χριστουγεννιάτικα.3. αυτός που δεν τον κολάκεψαν με δουλοφροσύνη: Συνηθισμένος να τον κολακεύουν, κακοκάρδισε που εγώ τον άφησα αλιβάνιστο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.